- εμποροκρατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμποροκρατία ή τον εμποροκράτη («εμποροκρατικό σύστημα»)2. το αρσ. ως ουσ. ο εμποροκρατικόςο εμποροκράτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμποροκρατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εμποροκράτη ή την εμποροκρατία (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., εμποροκρατικός εμποροκράτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek